Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

) έχω φαγούρα

См. также в других словарях:

  • φαγούρα — η, Ν 1. κνησμός 2. μτφ. έντονη επιθυμία ή ενδιαφέρον («τώρα τόν έπιασε η φαγούρα») 3. φρ. «έχω μια φαγούρα!» ειρων. μού είναι αδιάφορο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. έφαγα τού ρ. τρώγω (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. ούρα (πρβλ. χασ ούρα)] …   Dictionary of Greek

  • τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»