-
1 itch
[i ] 1. noun(an irritating feeling in the skin that makes one want to scratch: He had an itch in the middle of his back and could not scratch it easily.) φαγούρα/λαχτάρα2. verb1) (to have an itch: Some plants can cause the skin to itch.) έχω φαγούρα,με τρώει2) (to have a strong desire (for something, or to be something): I was itching to slap the child.) λαχταρώ,έχω έντονη επιθυμία•- itchy- itchiness -
2 саднить
-нит, ρ.δ.1. μ. γρατσουνίζω, αμύσσω.2. απρόσ. (για πόνο)• με τρώει, έχω φαγούρα• με καίει, έχω καΐλα•в горле -нит με καίει στο λαιμό.
|| μτφ. με θλίβει, με στενοχωρεί, με κατατρύχει. -
3 чесать
чесать 1) ξύνω 2) (гребешком) χτενίζω \чесаться 1) ξύνομαι 2) (зудеть ) έχω φαγούρα* * *1) ξύνω2) ( гребешком) χτενίζω -
4 чесаться
-
5 чесаться
чесать||ся1. ξύνομαι·2. (зудеть) ἔχω φαγούρα, μέ τρώγει κάτι:у меня нос чешется μέ τρώγει ἡ μύτη μου·3. (причесываться) χτενίζομαι· ◊ у него́ ру́ки чешутся τόν τρώνε τά χέρια του· у него́ язык чешется τόν τρώει ἡ γλῶσσα του νά μιλήσει. -
6 чесаться
[τσισάτσα] ρ. ξύνομαι, έχω φαγούρα, χτενίζομαι -
7 чесаться
[τσισάτσα] ρ ξύνομαι, έχω φαγούρα, χτενίζομαι -
8 зудеть
См. также в других словарях:
φαγούρα — η, Ν 1. κνησμός 2. μτφ. έντονη επιθυμία ή ενδιαφέρον («τώρα τόν έπιασε η φαγούρα») 3. φρ. «έχω μια φαγούρα!» ειρων. μού είναι αδιάφορο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. έφαγα τού ρ. τρώγω (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. ούρα (πρβλ. χασ ούρα)] … Dictionary of Greek
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek